Η Θεωρία των Λιθοσφαιρικών Πλακών διατυπώθηκε στη δεκαετία του 1960 από τους Τζέισον Μόργκαν, Νταν ΜακΚένζι και Χαβιέ λε Πιχόν. Από τότε η ορθότητά της επαληθεύτηκε πολλές φορές. Οι τρεις επιστήμονες στηρίχτηκαν στη θεωρία του γερμανού μετεωρολόγου Άλφρεντ Βέγκενερ (1880-1930), ο οποίος υποστήριξε ότι οι ήπειροι του πλανήτη μας δεν έχουν σταθερή θέση, αλλά μετακινούνται διαρκώς πάνω στη γήινη επιφάνεια.

Οι κινήσεις των πλακών ελέγχονται μέσω της καταγραφής και αξιοποίησης των σημάτων που καταφθάνουν είτε από δορυφόρους είτε από τις εκπομπές ακτινοβολίας μακρινών αστρικών σωμάτων, τα οποία χρησιμοποιούνται ως σημεία αναφοράς έξω από τη Γη.

Αν τα σήματα που λαμβάνονται περιοδικά από σταθμούς τοποθετημένους πάνω σε δύο πλάκες διαφοροποιούνται, τότε ο ένας ή και οι δύο σταθμοί - άρα και οι πλάκες στις οποίες αντιστοιχούν- μετακινούνται. Κάποιοι, ωστόσο, δεν αποδέχονται πλήρως αυτή τη θεωρία. Ορισμένοι Ρώσοι επιστήμονες εκτιμούν ότι οι κινήσεις των πλακών είναι κατά βάση κατακόρυφες, ενώ ένας άλλος ερευνητής, ο Αυστραλός Ουόρεν Κάρεϊ, ισχυρίζεται ότι τα σεισμικά φαινόμενα οφείλονται στο γεγονός ότι ο πλανήτης μας διαστέλλεται.

Με μέση ταχύτητα πέντε εκατοστών το χρόνο, κάθε πλάκα ολισθαίνει κατά μήκος μιας άλλης ή τη σπρώχνει. Συγχρόνως, καθεμιά προβάλλει αντίσταση στην κίνηση της άλλης. Η κίνηση των λιθοσφαιρικών πλακών μπορεί να είναι:

α) Κίνηση απόκλισης, με αποτέλεσμα τη δημιουργία φλοιού στις μεσοωκεάνιες ράχες (ράχη είναι το κύρτωμα γύρω από το χείλος μιας ρωγμής),

β) κίνηση σύγκλισης, με αποτέλεσμα την εξαφάνιση φλοιού ή την ορογένεση και

γ) εφαπτομενική κίνηση, όταν η μια πλάκα ολισθαίνει κατά μήκος της πλευράς της άλλης. Στην πιο φαρδιά ζώνη επαφής δύο πλακών, που συνήθως έχει μήκος περίπου εκατό χλμ, δημιουργούνται ρωγμές, ρήξεις και χάσματα παράλληλα ή και κατακόρυφα προς την πλάκα που κινείται. Οι γεωλόγοι τα ονομάζουν ρήγματα και είναι οι εστίες εκκόλαψης των σεισμών.